Σαπωνοποιείο Χαριλάου

Πρώτος σταθμός του ArtLocus είναι το πρώην Σαπωνοποιείο Χαριλάου στην Ελευσίνα. Εκεί θα βρισκόμαστε από τις 20 έως τις 23 Αυγούστου. Ακολουθούν μερικά ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για την ίδρυση και τη λειτουργία του εργοστασίου και το βιομηχανικό προφίλ της πόλης της Ελευσίνας. Επί του βιομηχανικού παρελθόντος και παρόντος της Ελευσίνας, που αποτελεί το δικό μας φυσικό σκηνικό, θα επανέλθουμε ποικιλοτρόπως. Ας δούμε, για την ώρα, μερικά πρώτα στοιχεία:

Το Σαπωνοποιείο Χαριλάου ιδρύεται το 1875 από τους αδελφούς Λύσανδρο και Εμμανουήλ Χαριλάου, που έφτασαν από το Γαλάτσι της Ρουμανίας στην Ελευσίνα, οδηγημένοι από την λειτουργία κάποιων οικιακών βιοτεχνιών σαπουνιού. Προπομπός και στυλοβάτης της επερχόμενης δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα, μοναδικό στο είδος του στην περιοχή της Αττικής, το Παλαιό Σαπωνοποιείο πρωταγωνίστησε στην οικονομική ζωή της Ελευσίνας και διαδραμάτισε για περίπου έναν αιώνα πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής φυσιογνωμίας του τόπου.

Ως πηγή ενέργειας χρησιμοποιούσε τον ατμό και ως πρώτες ύλες πυρήνες ελαιοκάρπου και άλλες πρώτες ύλες. Το προϊόν μεταφερόταν πολύ εύκολα με πλοία ως την Πάτρα, τη Σύρο και τον Πειραιά, η  παραγωγή έφθανε τις 600.000 τόνους- από τους οποίους οι 175.000 εξάγονταν σε χώρες της Μεσογείου- και ο  “Σάπων Ελευσίνος” τα χρόνια εκείνα συναγωνιζόταν τον γαλλικό.

Το 1892 ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, χημικός με σπουδές σε Γαλλία και Γερμανία, συνεταιρίζεται με τον επίσης χημικό Νικόλαο Κανελλόπουλο και αγοράζουν το σαπωνοποιείο της Ελευσίνας το οποίο έκτοτε μετονομάστηκε σε «Ε. Χαρίλαος- Ν. Κανελλόπουλος». Το εργοστάσιο, που όταν πρωτολειτούργησε είχε 20 εργάτες, έφτασε στα 1900 να απασχολεί 90 (από τους οποίους 10 γυναίκες) και το 1928  περί τους 250. Η λειτουργία του σταμάτησε στη δεκαετία του 1960.

Η Ελευσίνα γίνεται βιομηχανική πόλη

«Tο 1884 πέρασε από την Ελευσίνα το πρώτο τρένο της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου. Δυο αλευρόμυλοι, που εργάσθηκαν παράλληλα με τους παλιούς ανεμόμυλους, τους Μύλους της Τσάνας, ιδρύθηκαν τα ίδια χρόνια: του Αριστείδη Μητρομελέτη το 1882 και των Αναγνώστη Αδάμ Προκόπη Μπουμπούση το 1886. […] Οι είκοσι πρώτοι εργάτες που εργάζονταν στο Σαπωνοποιείο το 1879, αυξήθηκαν στο τέλος του αιώνα σε ενενήντα, από τους οποίους οι δέκα ήταν γυναίκες. Το 1892 ιδρύθηκε το δεύτερο Σαπωνοποιείο στην Ελευσίνα (των Χατζηηλία – Δοξαρά), που απασχολούσε δέκα μόνο εργάτες, ενώ στα γειτονικά Μέγαρα η βιομηχανία σαπουνιού του Π. Υψηλάντη, που λειτουργούσε από το 1891, δεν ευδοκίμησε. Το ένα δέκατο των κατοίκων της Ελευσίνας, το ένα τρίτο περίπου του ενεργού πληθυσμού, άφηνε τα χωράφια για να δουλέψει με ημερομίσθιο τριών δραχμών (η οκά το σαπούνι είχε 90 λεπτά), που μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό αν ληφθεί υπ’ όψη ότι αντίστοιχα εργοστάσια της Αθήνας και του Πειραιά δεν πλήρωναν περισσότερα. Το 1882, που άρχισαν συστηματικότερες ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στους εργάτες των εργοστασίων προστέθηκαν μερικοί ακόμη -έστω και εποχιακοί- κι η Ελευσίνα είχε μεταβληθεί για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, «από χωρίον αλιέων είς σφύζουσαν βιομηχανικήν πόλιν».

(Β. Σφυρόερας, Ιστορία της Ελευσίνας: Από τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι σήμερα, Αθήνα: Έκδοση Δήμου Ελευσίνας, 1985, σελ . 87)

Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών

[από την έκδοση του Δήμου Ελευσίνας με τίτλο «Βιομηχανικές Αναμνήσεις«, Ελευσίνα, 2006]

«Ήμουνα στο λιναρόσπορο, στο μπαμπακόσπορο, πάλι με τα χέρια, το πυρηνέλαιο που φτιάχναμε το σαπούνι κι αυτά, γίνονταν όλα με το χέρι, δεν υπήρχε τίποτα κλαρκ να σηκώσει, να κάνει, έπαιρνε το σακί ο άνθρωπος στην πλάτη.  Σβαρνιώτανε στην πλάτη. Αλλά δεν παραπονέθηκε κανένας εργάτης τον καιρό εκείνο. Μπορεί να κάναμε απεργίες για ορισμένα πράγματα, κάναμε μια απεργία μια φορά για τα σακιά. Ήταν 110 οκάδες το σακί. Δεν ήταν κιλά που είναι τώρα. Και ανεβαίναμε έξι σακιά ύψος, ντάνα, να τα βάζαμε στο λιναρόσπορο. Ήταν πράμα που σου γλιστράει στην πλάτη. Το μόνο που γλιστράει είναι ο σπόρος του κουκουτσιού, το χαρούπι, ο λιναρόσπορος και το φασόλι» (Μαρτυρία του Μάλιου Αναστάσιου).

«Μας φέρνανε λάδια, ελαιόλαδα. Και εμείς τα αποστάζαμε, στην απόσταξη. Το λάδι αυτό πήγαινε εξαγωγή: πήγαινε Αμερική, παντού πήγαινε. Αυτή τη δουλειά κάναμε. Δεν είχαμε άλλη παραγωγή εκτός από το λάδι. Εμείς είμαστε αυτοί που φορτώναμε και ξεφορτώναμε. Δεν δούλευα εγώ απάνω στο σαπουνοποιείο.  Ήταν άλλοι που βγάζανε την παραγωγή σαπουνιού» (Μαρτυρία του Γκιώνη Σταματίου, εργάτη στο τμήμα απόσταξης λαδιού στο Σαπωνοποιείο).

«Η χρονική στιγμή αυτή πρέπει να ήταν, εάν θυμάμαι καλώς… το 1950. Στη νέα μου εργασία έκανα τα εξής: παρακολουθούσα το μύλο να αλέθει το λινόσπορο να τον κάνει αλεύρι. Στη συνέχεια το αλεύρι αυτό μεταφερόταν σε ένα υψηλό καζάνι, το οποίο είχε πτερύγια που το άλεθε και ατμός που το ζέσταινε. Στη συνέχεια ένα μηχάνημα που έφερνε απάνω 2 κουβάδες, έπαιρνε ανά κουβά το υλικό από λινόσπορο και το μετέφερε μέσα σε ένα βαρέλι τύπο πιεστηρίου. Εκεί εγώ με το χέρι μου έστρωνα σε πίτα το αλεύρι, έβαζα ένα μουτάφι και ο βοηθός μου από την απέναντι μεριά έβαζε λαμαρίνα. Αμέσως εγώ τοποθετούσα νέο μουτάφι στη λαμαρίνα, έπεφτε το υλικό. Αυτά βέβαια γινόντουσαν συνέχεια – δεν είχες δικαίωμα να σταματήσεις γιατί δούλευε το μηχάνημα συνέχεια. Αμέσως εγώ τοποθετούσα το μουτάφι στη λαμαρίνα, έπεφτε το υλικό, έβαζα άλλο μουτάφι, ο βοηθός μου… ώσπου το πιεστήριο γέμιζε. Με υδραυλική πίεση άνοιγα ένα κλειδί και πίεζα το πιεστήριο για να χωρέσει περισσότερους κουβάδες υλικού. Και το πήγαινα μέχρι που η πίεση το πήγαινε μέχρι τη μέση! Στη συνέχεια, ακολουθούσε η ίδια σειρά μέχρι που να γεμίσει τελείως το πιεστήριο. Το πιεστήριο αυτό είχε σχήμα βαρελιού και είχε ύψος γύρω στο 1,5 μέτρο περίπου. Γύρω-γύρω ήταν με τρύπες: δηλαδή ισχυρή λαμαρίνα, περίπου 2 πόντους. Ήταν όλη γύρω – γύρω με τρύπες! Και απ’ έξω από τις τρύπες υπήρχε ένα κάλυμμα προστατευτικό, που προστάτευε το λάδι να μη χύνεται έξω, όταν πιέζεται. Δηλαδή πιο συγκεκριμένα, το πιεστήριο αυτό στη συνέχεια έμπαινε σε ένα καροτσάκι, που ήταν απάνω σε σιδηροτροχούς και με μανιβέλα το πηγαίναμε στη θέση του πιεστηρίου που θα πιεζόταν. Παίρναμε… Βάζαμε στην πρώτη θέση το άδειο πιεστήριο που είχε πιεστεί και βάζαμε το νέο που δεν είχε πιεστεί. Εκεί άρχιζε η πίεση και το λάδι έπεφτε από όλες τις τρύπες, μέσα σε μία λεκάνη που υπήρχε στην εγκατάσταση γύρω – γύρω μεταφερόταν ταυτόχρονα σε ένα απέναντι θάλαμο και εκεί γινόταν η βράση, το βραστό λινέλαιο και το ημίβραστο (υπήρχαν δηλαδή 2 διαφορετικά λινέλαια: αυτό που βράζονταν με ατμό μέσα σε καζάνι και αυτό που δεν βραζόταν – διότι πότε ήθελαν βρασμένο, πότε όχι)» (Μαρτυρία του Ιορδάνου Στυλιανού, εργάτη στο τμήμα λινελαίου και κατόπιν στο ξηραντήρι).